Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η τσουκνίδα

См. также в других словарях:

  • τσουκνίδα — τσουκνίδα, η και τσικνίδα, η το φυτό κνίδη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσουκνίδα — Πολυετής πόα, γνωστή επιστημονικά ως ουρτίκη η δίοικος. Φυτρώνει μόνη τους σε χέρσους τόπους, και στις άκρες των δρόμων, σε όλη την Ελλάδα, και ανήκει στην οικογένεια των ουρτικιδών (δικοτυλήδονα). Έχει ρίζωμα που έρπει και βλαστό όρθιο,… …   Dictionary of Greek

  • ουρτικώδη — Τάξη αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων που περιλαμβάνει διάφορους τύπους φυτών, ξυλωδών ή ποωδών, που κατατάσσονται σε τέσσερις οικογένειες: κανναβινίδες (καννάβι), μορίδες (φίκος, μουριά), ουλμίδες (φτελιά) και ουρτικίδες (τσουκνίδα)· κατ’ άλλους, η… …   Dictionary of Greek

  • ούρτικα — (urtica). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ουρτικιδών ή κνιδιδών, με περίπου 30 είδη, όλα των εύκρατων περιοχών. Η ο. είναι πόα μονοετής ή πολυετής, με άφθονες τρίχες οι οποίες βγάζουν ερεθιστικό υγρό που προκαλεί μεγάλη φαγούρα. Τα φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • Parga — Gemeinde Parga Δήμος Πάργας (Πάργα) …   Deutsch Wikipedia

  • Urtica dioica — ? Крапива двудомная Крапива двудомная. Общий вид цветущего растения. Научная классификация Царство: Растения Отде …   Википедия

  • Крaпива двудомная — ? Крапива двудомная Крапива двудомная. Общий вид цветущего растения. Научная классификация Царство: Растения Отде …   Википедия

  • ακαλήφη — (acalypha). Γένος φυτών που περιλαμβάνει πάνω από 425 είδη, ιθαγενή των τροπικών περιοχών. Ανήκουν στην ομοταξία αγγειόσπερμα, στην κλάση δικοτυλήδονα, στην υπόκλαση μονοχλαμυδικά, στην τάξη τρίκοκκα και στην οικογένεια ευφορβιίδες. Οι α. είναι… …   Dictionary of Greek

  • κατακνιδεύω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καταξύω». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κνιδεύω (< κνίδη «τσουκνίδα»), τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …   Dictionary of Greek

  • κνήστρον — κνῆστρον, τὸ (Α) [κνω] τσουκνίδα που προκαλεί κνησμό …   Dictionary of Greek

  • κνίδα — η 1. κνίδωση 2. τσουκνίδα, κνίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κνίδη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»